τιμωμένου

τιμωμένου
τῑμωμένου , τιμάω
honour
pres part mp masc/neut gen sg
τιμόω
pres part mp masc/neut gen sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ADRANUM — Siciliae mediterranea urbs est. Plut. in Paral. Vel in Aetnae montis radicibus, fluv. habens eiusdem nominis, teste Stephano. Aderno dicitur Fazello et Aretio. Eius meminit Sil. Italicus. l. 14. Adranum, Ergentumque simul, telâque superba… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • θρονί — το (ΑΜ θρόνιον, Μ και θρόνιον) [θρόνος] 1. μικρός θρόνος, κάθισμα, σκαμνί με ερεισίνωτο 2. βασιλικός ή ιερατικός θρόνος νεοελλ. 1. ξύλινο έπιπλο σε ορισμένη θέση τού ναού, όπου τοποθετείται εικόνα τής Θεοτόκου ή τιμώμενου αγίου («το θρονί τής… …   Dictionary of Greek

  • προσόδιος — ον, και δωρ. τ. ουδ. ποθόδιον Α 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πρόσοδο, στην πανηγυρική πομπή, ο τελετουργικός («ὕμνοι προσόδιοι», Φίλ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ προσόδιον ή ποθόδιον (ενν. μέλος) άσμα που έψαλλαν με ρυθμικές κινήσεις και με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”